- νήστιδος
- νῆστιςnot eatingmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οισοφαγοπλαστική — η ιατρ. εγχείρηση που αποσκοπεί στην αντικατάσταση ενός τμήματος τού οισοφάγου, που έχει αφαιρεθεί, με δερματικό μόσχευμα ή με τμήμα τής νήστιδος ή με τμήμα τού εγκάρσιου κόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + πλαστική] … Dictionary of Greek
γαστρικό υγρό — Υγρό που εκκρίνεται από το στομάχι. Είναι μείγμα των εκκριμάτων των επιφανειακών επιθηλιακών κυττάρων του στομάχου και των γαστρικών αδένων, και αποτελεί έναν από τους παράγοντες της πέψης. Είναι άχρωμο και ελαφρά αδιαφανές, έχει χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek